- ἐριουφάντης
- ἐριο-ῠφάντης, ου, ὁ,A weaver of wool, PTeb.5.239 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός … Dictionary of Greek
ποκύφος — ὁ, Α εριοϋφάντης, υφαντής μάλλινων υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόκαι + υφος (< ὑφαίνω), πρβλ. ταπίδ υφος] … Dictionary of Greek